- ανάσπαστος
- ἀνάσπαστος, -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) [ανασπώ]1. αυτός που έχει ανασυρθεί2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα3. ως ουσ. οι ανάσπαστοιοι ιμάντες των υποδημάτων, τα κορδόνια.
Dictionary of Greek. 2013.